αψηφώ

αψηφώ
(-άω) [άψηφος]
δεν υπολογίζω κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αψηφώ — αψηφάω / αψηφώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αψήφησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αψηφώ — ησα, δε λογαριάζω, περιφρονώ: Αψήφησε τον κίνδυνο και τράβηξε μπροστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • ατέω — ἀτέω (Α) 1. αψηφώ, περιφρονώ 2. φρ. «Μουσέων ἀτέει» διαπράττει αμάρτημα σε βάρος των Μουσών 3. (μτχ.) ἀτέων παράφορος, εκτός εαυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (ατέοντα στον Όμηρο και ατέοντες στον Ηρόδοτο), ενώ στον… …   Dictionary of Greek

  • αφειδώ — ἀφειδῶ ( έω) (Α) [αφειδής] 1. είμαι αφειδής, παρέχω κάτι χωρίς φειδώ 2. αψηφώ, περιφρονώ (κινδύνους, πόνο κ.λπ.) 3. (η μτχ. αορ. απολύτως) ἀφειδήσαντες παράτολμα, ριψοκίνδυνα …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • ελαφρίζω — ἐλαφρίζω (AM) 1. καθιστώ ελαφρό κάτι 2. σηκώνω, ανυψώνω 3. ανακουφίζω, παρηγορώ αρχ. 1. παίρνω κάποιον στ αλαφρά, αψηφώ 2. είμαι ανάλαφρος, ευκίνητος 3. παθ. απαλλάσσομαι από αναγκαστικές εισφορές …   Dictionary of Greek

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • καταφρονώ — (AM καταφρονῶ, έω) υποτιμώ, δεν λογαριάζω ως αξία κάποιον, περιφρονώ μσν. 1. δεν δίνω σημασία, δεν φοβάμαι, αψηφώ, αδιαφορώ 2. κατακρίνω, κατηγορώ 3. (σχετικά με όρκο ή υπογραφή) παραβιάζω, αθετώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταφρονεμένος,… …   Dictionary of Greek

  • παραγνωρίζω — ΝΜ κάνω κακή κρίση ή εσφαλμένη αναγνώριση, παρορώ νεοελλ. 1. δεν εκτιμώ κάτι όσο πρέπει, δεν αποδίδω την αρμόζουσα εκτίμηση σε κάτι, υποτιμώ, αψηφώ («παραγνωρίζει την αξία του») 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν παίρνω για κάποιον άλλο 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”